στερλίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στερλίνα | οι | στερλίνες |
| γενική | της | στερλίνας | των | στερλινών |
| αιτιατική | τη | στερλίνα | τις | στερλίνες |
| κλητική | στερλίνα | στερλίνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στερλίνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική sterlina < αγγλική sterling
-
στερλίνα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.