στερεομηχανική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στερεομηχανική οι στερεομηχανικές
      γενική της στερεομηχανικής των στερεομηχανικών
    αιτιατική τη στερεομηχανική τις στερεομηχανικές
     κλητική στερεομηχανική στερεομηχανικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στερεομηχανική < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

στερεομηχανική θηλυκό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.