στεντόρεια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στεντόρεια< στεντόρει(ος) +

Επίρρημα

στεντόρεια

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

στεντόρεια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του στεντόρειος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στεντόρειο, ουδέτερο του στεντόρειος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.