στεντορείως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στεντορείως < στεντόρει(ος) (< αρχαία ελληνική Στεντόρειος) + -ως

Προφορά

ΔΦΑ : /sten.doˈɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στεντορείως
τονικό παρώνυμο: στεντόρειος

Επίρρημα

στεντορείως

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.