στενογράφηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στενογράφηση οι στενογραφήσεις
      γενική της στενογράφησης* των στενογραφήσεων
    αιτιατική τη στενογράφηση τις στενογραφήσεις
     κλητική στενογράφηση στενογραφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, στενογραφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στενογράφηση < στενογραφώ + -ση

Ουσιαστικό

στενογράφηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.