σταφιδεμπόριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σταφιδεμπόριο τα σταφιδεμπόρια
      γενική του σταφιδεμπορίου
& σταφιδεμπόριου
των σταφιδεμπορίων
    αιτιατική το σταφιδεμπόριο τα σταφιδεμπόρια
     κλητική σταφιδεμπόριο σταφιδεμπόρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σταφιδεμπόριο < σταφίδ(α) + -εμπόριο

Ουσιαστικό

σταφιδεμπόριο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.