διασταυρώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διασταυρώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος διασταυρώνω
Ρήμα
διασταυρώνομαι
- συναντιέμαι
- ※ Την άλλη μέρα διασταυρώθηκε με την κυρία στο διάδρομο. (Γεώργιος Αθανασιάδης - Νόβας Σαν ένας περήφανος άντρας [διήγημα])
- αλληλοεπηρεάζομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.