στατάριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | στατάριον | τὰ | στατάριᾰ |
| γενική | τοῦ | σταταρίου | τῶν | σταταρίων |
| δοτική | τῷ | σταταρίῳ | τοῖς | σταταρίοις |
| αιτιατική | τὸ | στατάριον | τὰ | στατάριᾰ |
| κλητική ὦ! | στατάριον | στατάριᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σταταρίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σταταρίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.