σταδιομέτρηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σταδιομέτρηση | οι | σταδιομετρήσεις |
| γενική | της | σταδιομέτρησης* | των | σταδιομετρήσεων |
| αιτιατική | τη | σταδιομέτρηση | τις | σταδιομετρήσεις |
| κλητική | σταδιομέτρηση | σταδιομετρήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, σταδιομετρήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σταδιομέτρηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σταδιομέτρηση θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
σταδιομέτρηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.