σταδιοδρομώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σταδιοδρομώ < αρχαία ελληνική σταδιοδρομέω / σταδιοδρομῶ < στάδιον + δρόμος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική faire carrière)
Συγγενικά
- σταδιοδρομία
- → δείτε τις λέξεις στάδιο και δρόμος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | σταδιοδρομώ | σταδιοδρομούσα | θα σταδιοδρομώ | να σταδιοδρομώ | σταδιοδρομώντας | |
| β' ενικ. | σταδιοδρομείς | σταδιοδρομούσες | θα σταδιοδρομείς | να σταδιοδρομείς | (σταδιοδρόμει) | |
| γ' ενικ. | σταδιοδρομεί | σταδιοδρομούσε | θα σταδιοδρομεί | να σταδιοδρομεί | ||
| α' πληθ. | σταδιοδρομούμε | σταδιοδρομούσαμε | θα σταδιοδρομούμε | να σταδιοδρομούμε | ||
| β' πληθ. | σταδιοδρομείτε | σταδιοδρομούσατε | θα σταδιοδρομείτε | να σταδιοδρομείτε | σταδιοδρομείτε | |
| γ' πληθ. | σταδιοδρομούν(ε) | σταδιοδρομούσαν(ε) | θα σταδιοδρομούν(ε) | να σταδιοδρομούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | σταδιοδρόμησα | θα σταδιοδρομήσω | να σταδιοδρομήσω | σταδιοδρομήσει | ||
| β' ενικ. | σταδιοδρόμησες | θα σταδιοδρομήσεις | να σταδιοδρομήσεις | σταδιοδρόμησε | ||
| γ' ενικ. | σταδιοδρόμησε | θα σταδιοδρομήσει | να σταδιοδρομήσει | |||
| α' πληθ. | σταδιοδρομήσαμε | θα σταδιοδρομήσουμε | να σταδιοδρομήσουμε | |||
| β' πληθ. | σταδιοδρομήσατε | θα σταδιοδρομήσετε | να σταδιοδρομήσετε | σταδιοδρομήστε | ||
| γ' πληθ. | σταδιοδρόμησαν σταδιοδρομήσαν(ε) |
θα σταδιοδρομήσουν(ε) | να σταδιοδρομήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω σταδιοδρομήσει | είχα σταδιοδρομήσει | θα έχω σταδιοδρομήσει | να έχω σταδιοδρομήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις σταδιοδρομήσει | είχες σταδιοδρομήσει | θα έχεις σταδιοδρομήσει | να έχεις σταδιοδρομήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει σταδιοδρομήσει | είχε σταδιοδρομήσει | θα έχει σταδιοδρομήσει | να έχει σταδιοδρομήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε σταδιοδρομήσει | είχαμε σταδιοδρομήσει | θα έχουμε σταδιοδρομήσει | να έχουμε σταδιοδρομήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε σταδιοδρομήσει | είχατε σταδιοδρομήσει | θα έχετε σταδιοδρομήσει | να έχετε σταδιοδρομήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν σταδιοδρομήσει | είχαν σταδιοδρομήσει | θα έχουν σταδιοδρομήσει | να έχουν σταδιοδρομήσει |
| |
Μεταφράσεις
σταδιοδρομώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.