στάσιμον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ στάσιμον τὰ στάσιμ
      γενική τοῦ στασίμου τῶν στασίμων
      δοτική τῷ στασίμ τοῖς στασίμοις
    αιτιατική τὸ στάσιμον τὰ στάσιμ
     κλητική ! στάσιμον στάσιμ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στασίμω
γεν-δοτ τοῖν  στασίμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στάσιμον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου στάσιμος

Ουσιαστικό

στάσιμον, -ου ουδέτερο

Κλιτικός τύπος επιθέτου

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του στάσιμος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του στάσιμος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.