σπασαρχίδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σπασαρχίδης | οι | σπασαρχίδηδες |
| γενική | του | σπασαρχίδη | των | σπασαρχίδηδων |
| αιτιατική | τον | σπασαρχίδη | τους | σπασαρχίδηδες |
| κλητική | σπασαρχίδη | σπασαρχίδηδες | ||
| Σημειώνεται και η χρήση με πληθυντικό: σπασαρχίδες / σπασαρχίδων, πιθανότατα από το σπασαρχίδας | ||||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Συγγενικά
- σπασαρχίδικος
- αρχίδας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.