σπαρτολούλουδο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σπαρτολούλουδο | τα | σπαρτολούλουδα |
| γενική | του | σπαρτολούλουδου | των | σπαρτολούλουδων |
| αιτιατική | το | σπαρτολούλουδο | τα | σπαρτολούλουδα |
| κλητική | σπαρτολούλουδο | σπαρτολούλουδα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπαρτολούλουδο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σπαρτολούλουδο ουδέτερο
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
σπαρτολούλουδο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.