σουβάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σουβάς | οι | σουβάδες |
| γενική | του | σουβά | των | σουβάδων |
| αιτιατική | τον | σουβά | τους | σουβάδες |
| κλητική | σουβά | σουβάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σουβάς < τουρκική sıva
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.