σοπάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σοπάκι | τα | σοπάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | σοπάκι | τα | σοπάκια |
| κλητική | σοπάκι | σοπάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /soˈpa.ci/
Ουσιαστικό
σοπάκι ουδέτερο
- ξυλοδαρμός, «ξύλο» (π.χ. στην έκφραση «θα πέσει ξύλο», «θα πέσει σοπάκι»)
- Κάποιος μέσ' άπό τήν παράταξη μουρμουρίζει: — θά 'χουμε σοπάκι παιδιά. (θά πέσει ξύλο) (Νίκος Μάργαρης, Ιστορία της Μακρονησου, τομ. 2, σελ. 219, 1982)
- Ε, να πεις στο μπαμπά σου να τους ρίξει ένα σοπάκι. Άμα δεν έχεις μπουμπά, εγώ ο Μπίθρος να τους ρίξω (Μενέλαος Λουντέμης, Ένα παιδί μετράει τ' άστρα, 1956)
Μεταφράσεις
σοπάκι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.