σμύρις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σμῠρῐδ-
ονομαστική σμύρις αἱ σμύριδες
      γενική τῆς σμύριδος τῶν σμυρίδων
      δοτική τῇ σμύριδ ταῖς σμύρισ(ν)
    αιτιατική τὴν σμύριν τὰς σμύριδᾰς
     κλητική ! σμύρι σμύριδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σμύριδε
γεν-δοτ τοῖν  σμυρίδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σμύρις πιθανόν < δάνειο σημιτικής προέλευσης · δε συνδέεται με το μύρον ή την αρχαία γερμανική ρίζα *smer- (όπως στην αγγλικά smear), ούτε με το σμήω [1]

Ουσιαστικό

σμύρις, -ιδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  • (ορυκτολογία) η σμύριδα
    άλλες γραφές: σμίρις, άλλες μορφές: σμιρίς, -εως

Παράγωγα

  • σμυρίτης, σμυρίτης λίθος

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.