σμερτιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σμερτιά | οι | σμερτιές |
| γενική | της | σμερτιάς | των | σμερτιών |
| αιτιατική | τη | σμερτιά | τις | σμερτιές |
| κλητική | σμερτιά | σμερτιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σμερτιά < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
σμερτιά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.