σμάλτωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σμάλτωμα τα σμαλτώματα
      γενική του σμαλτώματος των σμαλτωμάτων
    αιτιατική το σμάλτωμα τα σμαλτώματα
     κλητική σμάλτωμα σμαλτώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σμάλτωμα < σμαλτώνω + -μα

Ουσιαστικό

σμάλτωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.