σκόλη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκόλη οι σκόλες
      γενική της σκόλης
    αιτιατική τη σκόλη τις σκόλες
     κλητική σκόλη σκόλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκόλη <  δείτε τη λέξη σχόλη[1]

Ουσιαστικό

σκόλη θηλυκό

  • άλλη μορφή του σχόλη
      Ξημερώνοντας τ' Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. (Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον εστί, Ανάγνωσμα πρώτο)

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.