σκυφίον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σκυφίον τὰ σκυφί
      γενική τοῦ σκυφίου τῶν σκυφίων
      δοτική τῷ σκυφί τοῖς σκυφίοις
    αιτιατική τὸ σκυφίον τὰ σκυφί
     κλητική ! σκυφίον σκυφί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκυφίω
γεν-δοτ τοῖν  σκυφίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκυφίον < σκύφ(ος) + -ίον

Ουσιαστικό

σκυφίον ουδέτερο

  1. (κεραμική) μικρός σκύφος
  2. (ιατρική) το κρανίο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.