σκυλόδοντο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκυλόδοντο | τα | σκυλόδοντα |
| γενική | του | σκυλόδοντου | των | σκυλόδοντων |
| αιτιατική | το | σκυλόδοντο | τα | σκυλόδοντα |
| κλητική | σκυλόδοντο | σκυλόδοντα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σκυλόδοντο ουδέτερο
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
σκυλόδοντο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.