σκυλόβρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκυλόβρισμα | τα | σκυλοβρίσματα |
| γενική | του | σκυλοβρίσματος | των | σκυλοβρισμάτων |
| αιτιατική | το | σκυλόβρισμα | τα | σκυλοβρίσματα |
| κλητική | σκυλόβρισμα | σκυλοβρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκυλόβρισμα < σκύλος + βρίσ(ι)μο
Μεταφράσεις
σκυλόβρισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.