σκουπιδομάνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκουπιδομάνι τα σκουπιδομάνια
      γενική
    αιτιατική το σκουπιδομάνι τα σκουπιδομάνια
     κλητική σκουπιδομάνι σκουπιδομάνια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκουπιδομάνι < σκουπίδι + -μάνι (πλήθος, από τη λατινική λέξη manus, χέρι αλλά και πλήθος)

Ουσιαστικό

σκουπιδομάνι ουδέτερο άκλιτο

  • πλήθος σκουπιδιών, σκουπιδαριό αλλά σε μεγάλη ποσότητα, πλήθος άχρηστων αντικειμένων, εγγράφων, ρούχων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.