σκεπάρνισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκεπάρνισμα τα σκεπαρνίσματα
      γενική του σκεπαρνίσματος των σκεπαρνισμάτων
    αιτιατική το σκεπάρνισμα τα σκεπαρνίσματα
     κλητική σκεπάρνισμα σκεπαρνίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκεπάρνισμα < σκεπαρνίζω + -μα

Ουσιαστικό

σκεπάρνισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.