σκατοφάγος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σκατοφάγος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
σκατοφάγος
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
σκατοφάγος
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | σκατοφάγος | τὸ | σκατοφάγον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | σκατοφάγου | τοῦ | σκατοφάγου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | σκατοφάγῳ | τῷ | σκατοφάγῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | σκατοφάγον | τὸ | σκατοφάγον | ||
| κλητική ὦ! | σκατοφάγε | σκατοφάγον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | σκατοφάγοι | τὰ | σκατοφάγᾰ | ||
| γενική | τῶν | σκατοφάγων | τῶν | σκατοφάγων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | σκατοφάγοις | τοῖς | σκατοφάγοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | σκατοφάγους | τὰ | σκατοφάγᾰ | ||
| κλητική ὦ! | σκατοφάγοι | σκατοφάγᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκατοφάγω | τὼ | σκατοφάγω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σκατοφάγοιν | τοῖν | σκατοφάγοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
σκατοφάγος, -ος, -ον
- κοπροφάγος, που τρώει περιττώματα
- άλλες μορφές: σκατόφαγος
- ≈ συνώνυμα: κοπροφάγος
Πηγές
- σκατοφάγος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκατοφάγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.