σκατοφάγος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σκατοφάγος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

σκατοφάγος

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / σκατοφάγος τὸ σκατοφάγον
      γενική τοῦ/τῆς σκατοφάγου τοῦ σκατοφάγου
      δοτική τῷ/τῇ σκατοφάγ τῷ σκατοφάγ
    αιτιατική τὸν/τὴν σκατοφάγον τὸ σκατοφάγον
     κλητική ! σκατοφάγε σκατοφάγον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ σκατοφάγοι τὰ σκατοφάγ
      γενική τῶν σκατοφάγων τῶν σκατοφάγων
      δοτική τοῖς/ταῖς σκατοφάγοις τοῖς σκατοφάγοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς σκατοφάγους τὰ σκατοφάγ
     κλητική ! σκατοφάγοι σκατοφάγ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σκατοφάγω τὼ σκατοφάγω
      γεν-δοτ τοῖν σκατοφάγοιν τοῖν σκατοφάγοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σκατοφάγος < σκατο- + -φάγος

Επίθετο

σκατοφάγος, -ος, -ον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.