σκ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σκ < Σαββατοκύριακο
Σημειώσεις
- πιθανώς προήλθε από τη συνθηματική γλώσσα του στρατού όπου χρησιμοποιείται κυρίως μεταξύ στρατιωτών για δήλωση άδειας για το εν προκειμένω διάστημα[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /suˈku/
Συντομομορφή
σκ συντομογραφία θηλυκό (όταν εννοείται η άδεια) ή ουδέτερο (όταν εννοιείται το Σαββατοκύριακο) άκλιτο, μόνο στον γραπτό λόγο
- (στρατιωτική αργκό) άδεια για το Σαββατοκύριακο
- ↪ Σιγά μη μου δώσουν σκ τα καθοίκια να βγω για κάνα ποτό με τα παιδιά.
- (διαδικτυακή αργκό)
- (ως ουσιαστικό) το Σαββατοκύριακο
- (ενάρθρως, επιρρηματικά) κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου
- ↪ Κι εσύ; Θα κάτσεις σπίτι το σκ;
Μεταφράσεις
σκ
|
|
Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.