ενάρθρως
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ενάρθρως < έναρθρος + -ως με καταβιβασμό τόνου λόγω του μακρού φωνήεντος ωμέγα < αρχαία ελληνική ἐνάρθρως
Μεταφράσεις
ενάρθρως
|
→ δείτε τη λέξη έναρθρα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.