πουσουκού

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πουσουκού < από λαϊκή εκφορά των γραμμάτων πι, σίγμα και κάππα στη λέξη Παρασκευοσαββατοκύριακο

Προφορά

ΔΦΑ : /pu.suˈku/

Συντομομορφή

πουσουκού συντομογραφία θηλυκό (όταν εννοείται η άδεια) ή ουδέτερο (όταν εννοείται το Παρασκευοσαββατοκύριακο) άκλιτο

  • (διαδικτυακή αργκό, στρατιωτική αργκό, προφορικό) άλλη μορφή του πσκ
      Τότε βέβαια δεν υπήρχε το ΠουΣουΚου. Αν δεν το γνωρίζετε εδώ είμαστε εμείς. ΠουΣουΚου λοιπόν σημαίνει Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή. Τότε υπήρχε μόνο το ΣουΚου, το οποίο μάλιστα ήταν αρκετά κουτσουρεμένο, αφού άρχιζε αργά το απόγευμα του Σαββάτου. (Για να θυμούνται οι παλιοί (2), εφημ. Δημοκρατία, 15/06/2020 )

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.