σιτοκαλλιέργεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σιτοκαλλιέργεια | οι | σιτοκαλλιέργειες |
| γενική | της | σιτοκαλλιέργειας | των | σιτοκαλλιεργειών |
| αιτιατική | τη | σιτοκαλλιέργεια | τις | σιτοκαλλιέργειες |
| κλητική | σιτοκαλλιέργεια | σιτοκαλλιέργειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σιτοκαλλιέργεια < σίτ(ος) + -ο- + καλλιέργεια
Μεταφράσεις
σιτοκαλλιέργεια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.