σιτεμπόριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σιτεμπόριο τα σιτεμπόρια
      γενική του σιτεμπορίου
& σιτεμπόριου
των σιτεμπορίων
    αιτιατική το σιτεμπόριο τα σιτεμπόρια
     κλητική σιτεμπόριο σιτεμπόρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σιτεμπόριο < σίτ(ος) + -εμπόριο

Ουσιαστικό

σιτεμπόριο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.