σιναπάλευρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σιναπάλευρο τα σιναπάλευρα
      γενική του σιναπάλευρου των σιναπάλευρων
    αιτιατική το σιναπάλευρο τα σιναπάλευρα
     κλητική σιναπάλευρο σιναπάλευρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σιναπάλευρο < σινάπι + -ο- + αλεύρι + -ο

Ουσιαστικό

σιναπάλευρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.