σιναλεζική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η σιναλεζική
      γενική της σιναλεζικής
    αιτιατική τη σιναλεζική
     κλητική σιναλεζική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σιναλεζική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου σιναλεζικός. Εννοείται η λέξη γλώσσα

Ουσιαστικό

σιναλεζική θηλυκό, μόνο στον ενικό

Κλιτικός τύπος επιθέτου

σιναλεζική

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.