σιδηρονικέλιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σιδηρονικέλιο τα σιδηρονικέλια
      γενική του σιδηρονικελίου
& σιδηρονικέλιου
των σιδηρονικελίων
    αιτιατική το σιδηρονικέλιο τα σιδηρονικέλια
     κλητική σιδηρονικέλιο σιδηρονικέλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σιδηρονικέλιο < σίδηρ(ος) + -ο- + νικέλιο

Ουσιαστικό

σιδηρονικέλιο ουδέτερο

  • κράμα σιδήρου-νικελίου, το οποίο παρουσιάζει βελτιωμένη ολκιμότητα, σκληρότητα και αντοχή στη διάβρωση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.