σιγαρέτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σιγαρέτο τα σιγαρέτα
      γενική του σιγαρέτου των σιγαρέτων
    αιτιατική το σιγαρέτο τα σιγαρέτα
     κλητική σιγαρέτο σιγαρέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σιγαρέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική sigaretto

Ουσιαστικό

σιγαρέτο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.