σημείωσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σημείωσῐς αἱ σημειώσεις
      γενική τῆς σημειώσεως τῶν σημειώσεων
      δοτική τῇ σημειώσει ταῖς σημειώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σημείωσῐν τὰς σημειώσεις
     κλητική ! σημείωσῐ σημειώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σημειώσει
γεν-δοτ τοῖν  σημειωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σημείωσις < σημειῶ (κλίση σημειόω) + -σις (-ωσις) < σημεῖον

Ουσιαστικό

σημείωσις, -εως θηλυκό

Σύνθετα

  • ἀποσημείωσις
  • ἐπισημείωσις
  • παρασημείωσις
  • ὑποσημείωσις

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.