σημειώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

σημειώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σημειώνω
  2. θα σημειώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σημειώνω

Ουσιαστικό

σημειώσεις θηλυκό - μόνο πληθυντικός

  • συνοπτικό δοκίμιο διδακτέας ύλης
  • το αναλυτικό πρόγραμμα ενός μαθήματος με περιγραφική περίληψη-σύνοψη-ανακεφαλαίωση του κυρίως βιβλίου
  • περιγραφικό σύγγραμμα της διδακτέας ύλης του διδάσκοντα καθηγητή
  • ύλη μαθήματος

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

σημειώσεις θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.