σημαίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σημαίνομαι < παθητική φωνή του ρήματος σημαίνω, με διαφορετική σημασία
Προφορά
- ΔΦΑ : /siˈme.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ση‐μαί‐νο‐μαι
Ρήμα
σημαίνομαι, π.αόρ.: σημάνθηκα και με άλλη σημασία, η μετοχή σεσημασμένος
- καταγράφεται σήμανση, σημάδι
- ↪ Χημάνθηκε στο χάρτη η θέση του ναυαγίου.
- ↪ Η παραλία σημάνθηκε με γαλάζια σημαία.
Εκφράσεις
- σήμανε η ώρα
Κλίση
- → δείτε τη λέξη σημαίνω
Μεταφράσεις
σημαίνομαι
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.