σημαίνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σημαίνομαι < παθητική φωνή του ρήματος σημαίνω, με διαφορετική σημασία

Προφορά

ΔΦΑ : /siˈme.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σημαίνομαι

Ρήμα

σημαίνομαι, π.αόρ.: σημάνθηκα και με άλλη σημασία, η μετοχή σεσημασμένος

Εκφράσεις

  • σήμανε η ώρα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη σημαίνω

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρηματικός τύπος

σημαίνομαι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.