σεπτέτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σεπτέτο τα σεπτέτα
      γενική του σεπτέτου των σεπτέτων
    αιτιατική το σεπτέτο τα σεπτέτα
     κλητική σεπτέτο σεπτέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σεπτέτο < γερμανική Septett < ιταλική settetto (< sette "επτά")

Ουσιαστικό

σεπτέτο ουδέτερο

  • μουσικό σύνολο με επτά εκτελεστές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.