σεμνοπρέπεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σεμνοπρέπεια | οι | σεμνοπρέπειες |
| γενική | της | σεμνοπρέπειας | των | σεμνοπρεπειών |
| αιτιατική | τη | σεμνοπρέπεια | τις | σεμνοπρέπειες |
| κλητική | σεμνοπρέπεια | σεμνοπρέπειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σεμνοπρέπεια < (ελληνιστική κοινή) < σεμνοπρεπής
Μεταφράσεις
σεμνοπρέπεια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.