σαρακοφάγωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαρακοφάγωμα τα σαρακοφαγώματα
      γενική του σαρακοφαγώματος των σαρακοφαγωμάτων
    αιτιατική το σαρακοφάγωμα τα σαρακοφαγώματα
     κλητική σαρακοφάγωμα σαρακοφαγώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαρακοφάγωμα < σαρακοφαγωμένος

Ουσιαστικό

σαρακοφάγωμα ουδέτερο

  • διάσπαρτη μεγάλου βαθμού φθορά ξύλου ή άλλου αντικειμένου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.