σαραβάλιασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σαραβάλιασμα | τα | σαραβαλιάσματα |
| γενική | του | σαραβαλιάσματος | των | σαραβαλιασμάτων |
| αιτιατική | το | σαραβάλιασμα | τα | σαραβαλιάσματα |
| κλητική | σαραβάλιασμα | σαραβαλιάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σαραβάλιασμα < θέμα σαραβάλιασ- (< σαραβαλιάζω) + -μα
Συγγενικά
- σαραβαλάκι
- σαραβαλιάζομαι
- σαραβαλιάζω
- σαράβαλο
Μεταφράσεις
σαραβάλιασμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.