σαπέλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σαπέλι | τα | σαπέλια |
| γενική | του | σαπελιού | των | σαπελιών |
| αιτιατική | το | σαπέλι | τα | σαπέλια |
| κλητική | σαπέλι | σαπέλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σαπέλι ουδέτερο
- (φυτό) δέντρο του είδους Entandrophragma cylindricum ή sapele
- (ξυλουργική) σχετικά σκούρο ξύλο απ' αυτό το δέντρο, με όμορφα νερά
- διαφορετικό το μαυρόξυλο
-
sapele στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.