σαντζάκιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαντζάκιο τα σαντζάκια
      γενική του σαντζακίου
& σαντζάκιου
των σαντζακίων
    αιτιατική το σαντζάκιο τα σαντζάκια
     κλητική σαντζάκιο σαντζάκια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαντζάκιο < τουρκική sancak

Ουσιαστικό

σαντζάκιο ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.