σακχαραιμία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σακχαραιμία | οι | σακχαραιμίες |
| γενική | της | σακχαραιμίας | των | σακχαραιμιών |
| αιτιατική | τη | σακχαραιμία | τις | σακχαραιμίες |
| κλητική | σακχαραιμία | σακχαραιμίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σακχαραιμία < σάκχαρο + -αιμία
Μεταφράσεις
σακχαραιμία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.