σίριαλ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σίριαλ < (άμεσο δάνειο) αγγλική serial < series +‎ -al < λατινική serialis < series + -alis < sero < πρωτοϊταλική *sizō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *si-sh₁- < *seh₁- (σπέρνω, φυτεύω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsi.ɾi.al/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σίριαλ

Ουσιαστικό

σίριαλ ουδέτερο άκλιτο

  1. σειρά εκπομπών ή επεισοδίων στην τηλεόραση
  2. (μεταφορικά) κατάσταση που λιμνάζει, τραβάει σε μάκρος και συζητιέται πολύ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.