series
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| series | series |
| ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά) | |
Ετυμολογία
series < (άμεσο δάνειο) λατινική seriēs < serō (ενώνω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ς προέλευσης
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
series < serō (ενώνω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ς προέλευσης πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seh₁-
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- series - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.