series

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
series series
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά)

Ετυμολογία

series < (άμεσο δάνειο) λατινική seriēs < serō (ενώνω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ς προέλευσης

Ουσιαστικό

series (en)

  • η σειρά
    television series with good reviews - τηλεοπτικές σειρές με καλές κριτικές

Πηγές



Λατινικά (la)

Ετυμολογία

series < serō (ενώνω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ς προέλευσης πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seh₁-

Ουσιαστικό

sĕrĭēs (la)

  1. η σειρά
  2. η γραμμή
  3. η διαδοχή
  4. η αλυσίδα

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.