σάματι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σάματι < μεσαιωνική ελληνική ὡς + ἄματι (< ἅμα + ὅτι)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsa.ma.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σά‐μα‐τι
Επίρρημα
σάματι
Μεταφράσεις
σάματι
|
|
Αναφορές
- σάματι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.