ροῦχον

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ροῦχον τὰ ροῦχα
      γενική τοῦ ρούχου τῶν ρούχων
      δοτική τῷ ρούχ τοῖς ρούχοις
    αιτιατική τὸ ροῦχον τὰ ροῦχα
     κλητική ! ροῦχον ροῦχα
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ροῦχον < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ροῦχον

Ουσιαστικό

ροῦχον ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.