ροδίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ροδίτης οι ροδίτες
      γενική του ροδίτη των ροδιτών
    αιτιατική τον ροδίτη τους ροδίτες
     κλητική ροδίτη ροδίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ροδίτης < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ροδίτης αρσενικό

  1. ποικιλία σταφυλιού με διάφορες αποχρώσεις του ρόδινου χρώματος
  2. είδος κρασιού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.