ρογιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾoˈʝa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρο‐γιά‐ζω
Ρήμα
ρογιάζω, αόρ.: ρόγιασα/ερ(ρ)όγιασα, παθ.φωνή: ρογιάζομαι, π.αόρ.: ρογιάστηκα/ερ(ρ)ογιάστηκα, μτχ.π.π.: ρογιασμένος [2]
Κλίση
Και τύποι: παρατατικού: ερόγιαζα, ερρόγιαζα, αορίστου: ερόγιασα, ερρόγιασα, παθητικού αορίστου: ερογιάστηκα, ερρογιάστηκα [2]
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ρογιάζω | ρόγιαζα | θα ρογιάζω | να ρογιάζω | ρογιάζοντας | |
| β' ενικ. | ρογιάζεις | ρόγιαζες | θα ρογιάζεις | να ρογιάζεις | ρόγιαζε | |
| γ' ενικ. | ρογιάζει | ρόγιαζε | θα ρογιάζει | να ρογιάζει | ||
| α' πληθ. | ρογιάζουμε | ρογιάζαμε | θα ρογιάζουμε | να ρογιάζουμε | ||
| β' πληθ. | ρογιάζετε | ρογιάζατε | θα ρογιάζετε | να ρογιάζετε | ρογιάζετε | |
| γ' πληθ. | ρογιάζουν(ε) | ρόγιαζαν ρογιάζαν(ε) |
θα ρογιάζουν(ε) | να ρογιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ρόγιασα | θα ρογιάσω | να ρογιάσω | ρογιάσει | ||
| β' ενικ. | ρόγιασες | θα ρογιάσεις | να ρογιάσεις | ρόγιασε | ||
| γ' ενικ. | ρόγιασε | θα ρογιάσει | να ρογιάσει | |||
| α' πληθ. | ρογιάσαμε | θα ρογιάσουμε | να ρογιάσουμε | |||
| β' πληθ. | ρογιάσατε | θα ρογιάσετε | να ρογιάσετε | ρογιάστε | ||
| γ' πληθ. | ρόγιασαν ρογιάσαν(ε) |
θα ρογιάσουν(ε) | να ρογιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ρογιάσει | είχα ρογιάσει | θα έχω ρογιάσει | να έχω ρογιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ρογιάσει | είχες ρογιάσει | θα έχεις ρογιάσει | να έχεις ρογιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ρογιάσει | είχε ρογιάσει | θα έχει ρογιάσει | να έχει ρογιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ρογιάσει | είχαμε ρογιάσει | θα έχουμε ρογιάσει | να έχουμε ρογιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ρογιάσει | είχατε ρογιάσει | θα έχετε ρογιάσει | να έχετε ρογιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ρογιάσει | είχαν ρογιάσει | θα έχουν ρογιάσει | να έχουν ρογιάσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ρογιάζομαι | ρογιαζόμουν(α) | θα ρογιάζομαι | να ρογιάζομαι | ||
| β' ενικ. | ρογιάζεσαι | ρογιαζόσουν(α) | θα ρογιάζεσαι | να ρογιάζεσαι | ||
| γ' ενικ. | ρογιάζεται | ρογιαζόταν(ε) | θα ρογιάζεται | να ρογιάζεται | ||
| α' πληθ. | ρογιαζόμαστε | ρογιαζόμαστε ρογιαζόμασταν |
θα ρογιαζόμαστε | να ρογιαζόμαστε | ||
| β' πληθ. | ρογιάζεστε | ρογιαζόσαστε ρογιαζόσασταν |
θα ρογιάζεστε | να ρογιάζεστε | (ρογιάζεστε) | |
| γ' πληθ. | ρογιάζονται | ρογιάζονταν ρογιαζόντουσαν |
θα ρογιάζονται | να ρογιάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ρογιάστηκα | θα ρογιαστώ | να ρογιαστώ | ρογιαστεί | ||
| β' ενικ. | ρογιάστηκες | θα ρογιαστείς | να ρογιαστείς | ρογιάσου | ||
| γ' ενικ. | ρογιάστηκε | θα ρογιαστεί | να ρογιαστεί | |||
| α' πληθ. | ρογιαστήκαμε | θα ρογιαστούμε | να ρογιαστούμε | |||
| β' πληθ. | ρογιαστήκατε | θα ρογιαστείτε | να ρογιαστείτε | ρογιαστείτε | ||
| γ' πληθ. | ρογιάστηκαν ρογιαστήκαν(ε) |
θα ρογιαστούν(ε) | να ρογιαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ρογιαστεί | είχα ρογιαστεί | θα έχω ρογιαστεί | να έχω ρογιαστεί | ρογιασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ρογιαστεί | είχες ρογιαστεί | θα έχεις ρογιαστεί | να έχεις ρογιαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ρογιαστεί | είχε ρογιαστεί | θα έχει ρογιαστεί | να έχει ρογιαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ρογιαστεί | είχαμε ρογιαστεί | θα έχουμε ρογιαστεί | να έχουμε ρογιαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ρογιαστεί | είχατε ρογιαστεί | θα έχετε ρογιαστεί | να έχετε ρογιαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ρογιαστεί | είχαν ρογιαστεί | θα έχουν ρογιαστεί | να έχουν ρογιαστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ρογιασμένος - είμαστε, είστε, είναι ρογιασμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ρογιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ρογιασμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ρογιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ρογιασμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ρογιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ρογιασμένοι | |||||
Μεταφράσεις
ρογιάζω
|
|
Αναφορές
- Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.